Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ὑποκάμισσα, τά


Ερμηνεία:

 [το υποκάμισσον, του υποκαμίσσου] [το πουκάμισο (ένδυμα με μακρυά ή κοντά μανίκια, που κλείνει μπροστά στο θώρακα με κουμπιά κα έχει προσαρμοσμένο γικά που περιβάλλει τον λαιμό]  ... τριακοντοῦτις γυνή, μὲ λαμπρὰν περιβολήν, καὶ κόκκινα μεταξωτ ὑποκάμισα, ...[Άσπρη σαν το χιόνι



Ετυμολογία:

[ < Μαισαιων. πουκάμισον < ποκάμισον < υποκάμισον < υπό + Λατινικό camisia (πουκάμισο)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

... τριακοντοῦτις γυνή, μὲ λαμπρὰν περιβολήν, καὶ κόκκινα μεταξωτ ὑποκάμισα, ...[Άσπρη σαν το χιόνι



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: